- ετερόχθων
- -ον1. αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα ή κράτος, αλλοδαπός, αλλογενής, ξένος2. έποικος, πρόσφυγας3. φρ. γεωλ. α) «ετερόχθονα κοιτάσματα λιθανθράκων» — κοιτάσματα λιθανθράκων που σχηματίζονται από φυτικά λείψανα τα οποία συσσωρεύονται μακριά από τον τόπο όπου φύονται4. «ετερόχθονες μάζες πετρωμάτων» — μάζες πετρωμάτων που μετατοπίζονται μακριά από τον τόπο τού αρχικού τους σχηματισμού, λόγω επωθήσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochthonous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -chthonous (πρβλ. -χθονος < χθων). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
Dictionary of Greek. 2013.